μάζαλη

μάζαλη
η клейстер (из крахмала)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μάζαλη" в других словарях:

  • μάζαλη — η κολλώδης πολτός από άμυλο σε ζεστό νερό …   Dictionary of Greek

  • μαζαλίζω — [μάζαλη] χρησιμοποιώ μάζαλη για να κολαρίσω πουκάμισα ή άλλα ρούχα …   Dictionary of Greek

  • κακομάζαλος — κακομάζαλος, ον (Μ) κακόμοιρος, δυστυχισμένος, ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μάζαλη «ἄμορφη ζελατινώδης μάζα στην οποία μετατρέπεται το άμυλο όταν θερμανθεί»] …   Dictionary of Greek

  • μαζάλισμα — το [μαζαλίζω] κολάρισμα με μάζαλη …   Dictionary of Greek

  • Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»